Η Ολίβια, οι δεύτεροι ρόλοι και τα τραγούδια της εγκατάλειψης

4460

1979, Χειμώνας, οι δεύτεροι ρόλοι

Πρέπει να ήμουν 7 χρονών, όταν για πρώτη φορά, ο πρώτος ρόλος της ζωής μου, ο μπαμπάς μου, μου ανακοίνωσε ότι θα με πάει σινεμά. Ήταν μια παλιά ταινία, είπε, του ‘40 και ήταν μεγάλη σε διάρκεια. Το «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος». Σινεμά; Δεν ξέρεις πως ακούστηκε αυτό στα παιδικά μου αυτιά… Τότε όλος μου ο κόσμος ήταν το σπίτι μας, η γειτονιά μας και η Νάουσα που πηγαίναμε τα καλοκαίρια διακοπές. Τι είναι το σινεμά; Ήξερα ότι είναι ένα μέρος με μεγάλη οθόνη που παίζονταν ταινίες. Ε και; Η χαρά μου όμως ήταν ανείπωτη γιατί θα συνόδευα το μπαμπά μου σε κάτι που ήθελε να κάνει, μό – νη μου. Χωρίς τη μάνα μου. Ξέχασα να σου πω ότι πιο μικρούλα, ντυνόμουνα νύφη, και παντρευόμουν το μπαμπά μου. Ο παππούς μου ήταν ο παππάς κι η μαμά μου κι η γιαγιά οι καλεσμένοι. Μη έχοντας μικρότερα αδέρφια να παίζω τους χειμώνες, τα καλοκαίρια κάπως τα μπάλωνα, ήταν ένα παιχνίδι που παίζαμε οικογενειακώς. – Γιατί με βασάνιζαν έτσι; – Τέλος πάντων, η μάνα μου γκρίνιαζε, «που θα το πας το παιδί 3 ώρες χριστιανέ μου; θα βαρεθεί», ο πατέρας μου έλεγε «αφού δεν έρχεσαι εσύ θα πάρω τη μικρή, είναι καλό να μάθει να βλέπει κινηματογράφο», η μάνα μου του έλεγε να πάμε στο θερινό το καλοκαίρι στη Νάουσα να δούμε καμιά ταινία πιο στα μέτρα μου, κι εγώ σε μια γωνιά καρδιοχτυπούσα, μην πει η μάνα μου να πάει στη θέση μου και τελικά μείνω μπουκάλα. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα έφτασε η μέρα της πολυπόθητης εξόδου.

Μου φόρεσε η μάνα μου τα καλά μου, ο μπαμπάς μου κάπνιζε στο σαλόνι και διάβαζε εφημερίδα, πάντα κάπνιζε και πάντα διάβαζε, κι εγώ χώθηκα στο μπάνιο να ψεκαστώ με τη κολόνια της μαμάς που είχα βουτήξει από την τουαλέτα (το έπιπλο) της κρεβατοκάμαρας. Σωστό πρώτο ραντεβού. Δε θυμάμαι να περπατούσε άνθρωπος με περισσότερο καμάρι από μένα στο δρόμο. Και φτάσαμε στο σινεμά και ο μπαμπάς μου αγόρασε 2 εισιτήρια. 2 παρακαλώ! Είχα κι εγώ δικό μου εισιτήριο, σωστή κυρία. Και μου πήρε λεμονάδα με ανθρακικό και ένα σάντουιτς (ο θεός να το κάνει) κι εγώ κάθισα στη θέση, έστρωσα και το φουστάνι μου, ήταν βελούδινη και τεράστια, θυμάμαι βυθίστηκα και τα πόδια μου δεν έφταναν κάτω. Σε άλλη περίπτωση θα έτρωγα ώρα να αποφασίσω. Να κάτσω στην άκρη του καθίσματος και να ακουμπάνε τα πόδια μου στη γη και να στηρίξω τους αγκώνες μου στη μπροστινή θέση ή να κάτσω πίσω αναπαυτικά με τα πόδια μου να αιωρούνται; Αλλά δεν είχε σημασία. Δίπλα μου είχα όλο τον κόσμο. Τον πατέρα μου. Που από τις λίγες φορές που θυμάμαι, δε διάβαζε. Κι ήταν όλος δικός μου! Κάπνιζε βέβαια γιατί σ’ εκείνες τις ένδοξες εποχές επιτρεπόταν να καπνίζεις μέσα στην αίθουσα. Ούτε που μ’ ένοιαζε πότε θ’ αρχίσει η ταινία και τι θα είναι πια αυτή η ταινία.

Χαμήλωσαν τα φώτα έγινε σκοτάδι, κι έσκυψε και με ρώτησε «φοβάσαι;», «τς» απάντησα. Είμαι μεγάλο κορίτσι, τι να φοβηθώ; Τότε ήμουν σίγουρη πως τα μεγάλα κορίτσια, δε φοβούνται. Αυτό που όσο μεγαλώνεις διαψεύδονται όλες οι βεβαιότητες που έχεις στη ζωή, ποτέ δε θα της το συγχωρήσω της παλιοζωής. Εκείνο το βράδυ εγώ είχα πολλές βεβαιότητες. Ότι ο μπαμπάς μου θα είναι πάντα εκεί και θα με προστατεύει, ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν του αρέσει η λεμονάδα με ανθρακικό κι ότι δεν πειράζει άμα αφήνεις τα πόδια σου πότε πότε να αιωρούνται. Κι άρχισε η ταινία και απορροφήθηκα τόσο πολύ, σα να με ρούφηξε η οθόνη. Τι τοπία, τι μάχες, τι φορέματα, τι πλοκή, τι χαρακτήρες, τι έρωτας, τι εξοχές, τι χρώματα, τι διάλογοι, τι όλα! Κι εκεί την είδα πρώτη φορά. Τη Μέλανι. Πολύ αργότερα έμαθα ότι την έλεγαν Ολίβια ντε Χάβιλαντ. Για μένα τότε, οι ταινίες ήταν πραγματικότητα. Δηλαδή καταλάβαινα, κάπως, ότι οι ιστορίες είναι φανταστικές αλλά και δεν το καταλάβαινα. Και με συγκίνησε, η καλοσύνη της. Πως πάντα είχε ένα καλό λόγο για όλους, πως στήριζε πάντα αυτή τη μέγαιρα τη Σκάρλετ, πως τα αντιμετώπιζε όλα με Ιώβεια υπομονή πως ήταν γλυκιά και υποστηρικτική με όλους και με όλα. Κι η λεμονάδα έμεινε μισή και το σάντουιτς δε φαγώθηκε, κι εγώ ήμουν τρισευτυχισμένη, – γι άλλο λόγο μπαίνοντας και γι άλλο βγαίνοντας από την αίθουσα. Είχα ανακαλύψει ένα καινούργιο υπέροχο κόσμο. Κι από την ταινία μου έμειναν 2 πράγματα και χιλιάδες απορίες. Ο ρόλος της Ολίβια και η σκηνή που η Σκάρλετ τραβάει με μανία τις κουρτίνες, κάτι βαριές, βελούδινες, πράσινες κουρτίνες στο σαλόνι του σπιτιού της φυτείας Twelve Oaks, για να φτιάξει φουστάνι, αφού η οικογένειά της είχε πια χρεοκοπήσει μετά τον πόλεμο και δεν είχε χρήματα να φτιάξει καινούργιο. Τα θυμάμαι σα χθες. Και βγαίνοντας από το σινεμά, άρχισα να βομβαρδίζω το μπαμπά μου με απορίες. Και αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζονται και στην πραγματικότητα δηλαδή; Και είναι φίλοι; Και είναι όντως ερωτευμένοι μεταξύ τους η Σκάρλετ κι ο Ρετ; Τι; δεν τους λένε Σκάρλετ και Ρετ; Και πως τους λένε δηλαδή; Και άμα αυτό είναι δουλειά ποιος τους πληρώνει; Και οι ιστορίες είναι αληθινές; Και ποιος τις γράφει; Και γιατί είναι σημαντικός ο σκηνοθέτης; Κι άμα γυρίστηκε στην Αμερική πως έφτασε μέχρι εδώ; Και ποιος την έφερε; Και τα φουστάνια από πού τα αγοράζουν; Και που υπάρχουν τόσα άλογα; Και πάντα είναι έτσι πορτοκαλί τα ηλιοβασιλέματα στην Αμερική; Και πως γίνεται να πεθαίνεις άμα δεν πεθαίνεις; Κι αφού αυτός έχει πόδι πως φαίνεται στην ταινία ότι δεν έχει; Και τι πάει να πει «αύριο είναι μια άλλη μέρα»; Τι χαζομάρα είναι αυτό, αφού πάντα το αύριο είναι μια άλλη μέρα… ποτέ δεν είναι Δευτέρα και μετά πάλι Δευτέρα…. Και κυρίως πότε θα με ξαναπάς σινεμά; (Καλά, πήρα και λίγο την εκδίκησή μου, για όλα τα απογεύματα που με πήγαινε στις κούνιες στο Φάληρο και με ρωτούσε, ποια είναι τα Δωδεκάνησα, και ποια τα Επτάνησα, και ποια έχει πρωτεύουσα ο νομός μας και ποιες είναι οι Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και που πέφτει η κόκκινη πλατεία και που ο Πύργος του Άιφελ.) Ο πατέρας μου, που είδε φαίνεται στα μάτια μου την έξαψη και την περιέργεια, μου υποσχέθηκε ότι άμα διαβάζω και είμαι καλή με τη μάνα μου (ποιος την έχεζε τότε τη μάνα μου, βέβαια), θα με ξαναπήγαινε σινεμά.

Κι έτσι όπως γίνεται σε όλες τις ιστορίες με καλό και κακό τέλος, χτίζονται οι συνήθειες. Με το μπαμπά μου πηγαίναμε συχνά σινεμά, κι άλλες φορές το ήξερε η μάνα μου κι άλλες όχι. Άμα πηγαίναμε στη λάμψη του Κιούμπρικ ή στα Πουλιά του Χίτσκοκ δεν της το λέγαμε. Άμα πηγαίναμε στο Άκρως Τρελό κι Απόρρητο ή στη Γαλάζια Λίμνη της το λέγαμε (Στη Γαλάζια Λίμνη πολύ είχα ντραπεί με το μπαμπά μου δίπλα θυμάμαι, αλλά αυτός ήταν ο μάλλον άκομψος τρόπος του για να μου πει πως τα παιδιά δεν τα βρίσκουμε κάτω από τα λάχανα, ούτε τα φέρνει ο πελαργός). Και με αυτούς τους κρυφούς κώδικες – σχεδόν μυστικούς, ο μπαμπάς μου μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, το ίδιο εκείνο καλοκαίρι της Γαλάζιας Λίμνης κάναμε για πρώτη φορά γυμνισμό – καλά νύχτα, μη φανταστείς – οι γονείς μου και το πιο προχωρημένο ζευγάρι θείων μου και όλα τα ξαδέρφια στη Χαλκιδική. Κι ήταν η πρώτη φορά και η τελευταία που είδα το θείο μου, το μπαμπά μου και τον ξάδερφό μου τσιτσίδι. Κι ήταν ω! τεράστιο θέαμα αυτό. Το χοτ κουτσομπολιό της σεζόν για εμένα και τις ξαδέρφες μου. Αλλά και κάπως έτσι μάλλον έμαθα να αγαπώ τα ξένα σώματα όπως κι αν είναι και να μη με ξενίζουν, να θαυμάζω το αντρικό κορμί και να αντιλαμβάνομαι ότι εκτελεί διαφορετικές σεξουαλικές λειτουργίες από το δικό μου.

Κι από εκείνο το βράδυ του «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος», πέρασαν 5 ευτυχισμένα χρόνια. Με πολλές ταινίες και πολλή γεωγραφία. Μέχρι που ένα Μάρτη αποχαιρέτησα τον πατέρα μου στη σκάλα, που έμπαινε σε ένα ασθενοφόρο, διαφορετικό από αυτά που έβλεπα στο σινεμά και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Ο πρώτος ρόλος για μένα θάφτηκε και ενταφιάστηκε εκεί. Εκεί τελείωσε και η σχέση μου με τη γεωγραφία, που με λύσσα απέφευγα για πολλά χρόνια, εκεί διεκόπησαν και οι σχέσεις μου με τον κινηματογράφο, για άλλα τόσα. «Τώρα πια είμαστε μόνες μας, εσύ κι εγώ», είπε η μάνα μου τη μέρα της κηδείας κι ήταν η μέρα που θα κατέβαζα κι εγώ με τα χεράκια μου τις δικές μου κουρτίνες να φτιάξω το δικό μου φουστάνι. Η φτώχεια μου – άλλου τύπου από της Σκάρλετ – με βρήκε στα 12. Τα χρόνια που πέρασαν μετά από αυτό μέχρι να μεγαλώσω και να γίνω ένα κορίτσι που δε φοβάται, η μάνα μου με τη βοήθεια της ζωής, μου έμαθε ότι ποτέ δεν πρέπει να αφήνω τα πόδια μου να αιωρούνται, πρέπει πάντα και με κάθε τρόπο να τα έχω καρφωμένα στη γη. «Εγώ δεν έχω τον πατέρα σου να βγω να σε ψάξω άμα πάθεις τίποτα, να μην αργήσεις», «Εγώ δεν έχω τον πατέρα σου, να σε βοηθήσει να βρεις δουλειά», «Δεν έχουμε αυτοκίνητο. Εγώ δεν έχω τον πατέρα σου για να σε τρέχει σ’ αυτά που θες», «Εγώ δεν έχω τον πατέρα σου να αποφασίσει». Και αυτό το «Εγώ δεν έχω τον πατέρα σου….» σε κάθε δυσκολία ήταν ο τρόπος της μάνας μου να μου υπενθυμίζει ότι μονάχη μου πρέπει να τα καταφέρω, κι ένας δικός της τρόπος να μου πει πόσο εκείνη φοβάται χωρίς να το λέει. Αυτό το «Εγώ δεν έχω τον πατέρα σου…» σταμάτησε συνειδητοποιώ όταν η μάνα μου πίστεψε ότι είμαι αρκετά δυνατή κι ότι με έναν τρόπο τα έχω καταφέρει. Ποτέ δε μου το είπε ούτε αυτό. Δεν έχω παράπονο ήταν και είναι καλή μάνα. Ιδιαίτερα σκληρή, αλλά καλή. Ο καλύτερος δεύτερος ρόλος στη ζωή μου.

2016, Καλοκαίρι, Η Ολίβια

Τις προάλλες, χαζεύοντας στο fb κάπου πετυχαίνω σε ένα ποστ πως η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ζει και χθες γιόρταζε τα 100α της γενέθλια. Το έκανα ποστ, σκεπτόμενη πόσο μου άρεσε όταν την είχα δει στο «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος» και μέχρι τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, 1.15 τη νύχτα δεν έχω κοιμηθεί λεπτό. Ένα κουβάρι σκέψεων ξετυλίχτηκε για το πόσο μαζί με τον πρωταγωνιστή πατέρα μου έθαψα όλους τους πρώτους ρόλους στη ζωή μου. Σκέφτομαι ότι η Ολίβια και η εκπληκτική της ερμηνεία βοήθησαν πολύ σε αυτό. Από τότε και στο εξής ερωτεύομαι την καλοσύνη και κυρίως τους δεύτερους ρόλους. Τον Andy Taylor από τους Duran Duran, κι όχι το Simon Le Bon. Τη Cyndi Lauper κι όχι τη Madonna. Και στο Ευρομπάσκετ το Λιβέρη Ανδρίτσο κι όχι το Φάνη Χριστοδούλου. Τον Andrew Ridgeley κι όχι τον George Michael από τους Wham. Την Ελένη Προκοπίου και τη Μάρθα Καραγιάννη κι όχι τη Βουγιουκλάκη και τη Λάσκαρη. Κι έχω χιλιάδες παραδείγματα να σου απαριθμήσω αλλά νομίζω έγινα σαφής. Έτσι με είχε μάθει η Ολίβια ότι πρέπει να κάνω. Ότι πρέπει να δίνω σημασία σ’ αυτόν που την έχει πιο πολλή ανάγκη.

Δεν μπορείς να καταλάβεις τι δίαυλο άνοιξε στο κεφάλι μου η ανάμνηση εκείνης της πρώτης μου ταινίας για τον τρόπο και το μηχανισμό με τον οποίο επιλέγω τα «θύματά» μου. Η Ολίβια φταίει γι αυτό κι ο πατέρας μου. Ο ένας μου πήρε νωρίς τον πρώτο ρόλο από τη ζωή μου, με παράτησε μωρό παιδί και πήγε και πέθανε ο άθλιος, κι η άλλη μου υπέδειξε με τα κρινοδάχτυλά της ότι ακόμη κι αν λείπει ο πρώτος ρόλος υπάρχουν πάντα οι δεύτεροι ρόλοι να γεμίζουν το κενό. Πανωλεθρία. Όλη μου η ζωή είναι βασισμένη στους δεύτερους ρόλους. Ολόκληρη. Ψάχνω να βρω τον προβληματικό με μανία, να φορέσω το θεματάκι του κοστούμι, να το παντρευτώ και να βάλω σκοπό της ζωής μου να το λύσω. Το ήξερα ότι είμαι καταθλιπτική – όχι με την έννοια της κατάθλιψης, αλλά τον όρο που έχει ορίσει η ψυχιατρική για να περιγράψει τους ανθρώπους σαν κι εμένα. Τις Μητέρες Τερέζες των ερώτων αυτού του κόσμου. Όταν διάβαζα την «Τετραλογία του φόβου» του Fritz Rieman κάθε λέξη στο κεφάλαιο που περιγράφει τους καταθλιπτικούς αναβόσβηνε με τεράστια γράμματα νέον το όνομά μου. Ήξερα το τι, δεν ήξερα το γιατί. Και ξετυλίγοντας το κουβάρι της ανάμνησης της πρώτης φοράς που πήγα σινεμά με τον πατέρα μου, με την ασήμαντη αφορμή των γενεθλίων της Ολίβια, όλα με χτύπησαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Δεν περίμενα τέτοιο σοκ. Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις στα γιατί μας και πολύ συχνά είναι αναπάντεχες και τρομακτικές. Νομίζω πάντως πως πάντα θα είναι λυτρωτικές. Δεν έχει σημασία, πότε, πως, που και με ποια αφορμή θα σου ξετυλιχτεί το κουβάρι. ‘Όχι δε βρίσκω την απλοϊκότητα της ζωής παλιότερα καθόλου μα καθόλου ελκυστική. Μου αρέσει να ξέρω. Πάντα θα θέλω να μάθω που πέφτει η κόκκινη πλατεία και που ο Πύργος του Άιφελ, που είναι το Ταζ Μαχάλ μα πρωτίστως τα πάντα για την τρυφερή μικρή γεωγραφία του κορμιού σου που έλεγε ο Ελύτης.

Για την εγκατάλειψη που έδωσε σχήμα στη ζωή μου και με καθορίζει ακόμη με διάφορους τρόπους θα παίξει η παρακάτω λίστα. Καλή ακρόαση trollingstone-άδες και trollingstone-αδίτισες.